φαρυγγόσπασμος
Смотреть что такое "φαρυγγόσπασμος" в других словарях:
φαρυγγόσπασμος — ο, Ν ιατρ. σπασμός τών μυών τού φάρυγγα, με δυσφαγία και αίσθημα κόμβου στον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυγγας + σπασμός] … Dictionary of Greek
φαρυγγόσπασμος — ο (ιατρ.), βλ. φαρυγγισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρυγγισμός — φαρυγγισμός, ο και φαρυγγόσπασμος, ο (ιατρ.), σπασμός των μυών του φάρυγγα (σύμπτωμα πολλών νοσηρών περιπτώσεων: όγκων, υστεριών κτό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)